τσουρμάρω

τσουρμάρω
τσούρμαρα και τσουρμάρισα, τσουρμαρίστηκα, τσουρμαρισμένος
1. μτβ., καταρτίζω τσούρμο (βλ. λ.), συγκεντρώνω ναύτες για πλήρωμα του πλοίου, ναυτολογώ.
2. αμτβ., ναυτολογούμαι, παίρνω μέρος σε τσούρμο, κατατάσσομαι ως ναύτης εμπορικού πλοίου: Τσουρμάρω σε δεξαμενόπλοιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσουρμάρω — Ν [τσούρμα / τσούρμο] 1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα τού πλοίου μου 2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι …   Dictionary of Greek

  • τσουρμάρισμα — το, Ν [τσουρμάρω] η ναυτολόγηση τού πληρώματος πλοίου …   Dictionary of Greek

  • τσούρμο — το, Ν 1. πλήρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου 2. πλήθος («έκαναν ένα τσούρμο παιδιά») 3. φρ. «κάνω τσούρμο» τσουρμάρω 4. (ως επίρρ.) πολλοί μαζί, ομαδικά («μας ήρθαν τσούρμο χωρίς να ειδοποιήσουν). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσούρμα, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”